στερνίδιον

στερνίδιον
στερνίδιον, τό,= προστερνίδιον, Iamb. post Polem. p.50 Hinck (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στερνιδίοις — στερνίδιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερνίδιο — το / στερνίδιον, ΝΑ νεοελλ. συν. στον πληθ. τα στερνίδια ανατ. τα κατά την εμβρυϊκή ηλικία ενωμένα με χόνδρο οστά τού στέρνου, από τα οποία, όταν συγκολλούνται, σχηματίζεται το στέρνο αρχ. 1. (ως υποκορ.) μικρό στέρνο 2. προστερνίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”